μυρσινώνας

μυρσινώνας
ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών)
τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ων (πρβλ. αμπελ-ών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυρρινών — μυρρινών, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. μυρσινώνας …   Dictionary of Greek

  • μυρσινεών — μυρσινεών, ὁ (Α) μυρσινώνας, άλσος μυρσινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + κατάλ. εών (πρβλ. κοπρ εών, χοιρ εών)] …   Dictionary of Greek

  • μυρτεών — μυρτεών, ὁ (Α) ο μυρσινώνας, άλσος από μυρτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. εών (πρβλ. χοιρ εών)] …   Dictionary of Greek

  • μυρτώνας — Οικισμός (2 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ο (Α μυρτών) τόπος κατάφυτος από μυρτιές, μυρσινώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ών (προβλ. αμπελ ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”